Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Η παιδευτική διάσταση μιας σύγχρονης μετάφρασης του «Πλούτου» του Αριστοφάνη στην ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά


Δημοσιεύουμε φίλες και φίλοι, αγαπητοί συμπατριώτες, ένα σοβαρό επιστημονικό άρθρο της Επίκουρης Καθηγήτριας του Παν/μιου Ιωαννίνων Νικολέττας Τσιτσανούδη και του συμπατριώτη μας δημοσιογράφου Παύλου Λάλου που ουσιαστικά αφορά το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα των Κρανιωτών (με αναφορά στα κουδαρίτικα) με αφορμή το συγγραφικό έργο του συμπατριώτη μας Γιώργου Ι. Μπαλή: "Ο Πλούτος του Αριστοφάνη στην ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά". Αξίζει να επισημάνουμε ότι στην Κρανιά τα Κουδαρίτικα, όπως φαίνεται και από την έρευνα, αφομοιώθηκαν πλήρως στην καθημερινή γλωσσική επικοινωνία των Κρανιωτών και στο τοπικό τους γλωσσικό ιδίωμα. Τέτοιο παράδειγμα πλήρους γλωσσικής αφομοίωσης των μαστορικών δεν συναντάται  σε άλλα μέρη της Ελλάδας που μιλούσαν τα κουδαρίτικα ή μαστορικά.

Νικολέττα Τσιτσανούδη – Μαλλίδη
Επίκουρη Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, nitsi@cc.uoi.gr
Παύλος Λάλος
Συγγραφέας, Δημοσιογράφος, pauloslalos@yahoo.gr

Περίληψη

Με αφορμή την πολύ πρόσφατη μετάφραση του «Πλούτου» του Αριστοφάνη στη λεγόμενη «ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά» από λαϊκό μεταφραστή, η εργασία επιχειρεί να φωτίσει ένα επηρεασμένο από τη θεσσαλική διάλεκτο κράμα γλωσσικών ποικιλιών το οποίο, σε συνδυασμό
με κοινωνικούς παραμέτρους, επιτρέπει τη δημιουργία μιας ειδικότερης συνθηματικής γλώσσας που ονομάζεται «τα μαστόρικα». Η τοπική διάλεκτος της ορεινής «Ξηροκρανιάς» Ελασσόνας συγκροτεί μία γεωγραφική διάλεκτο η οποία ωστόσο διαπλέκεται με στοιχεία κοινωνικής διαλέκτου. Κατά συνέπεια, καθίσταται πολύ δύσκολη εάν όχι και επισφαλής η αυστηρή οριοθέτηση της συγκεκριμένης τοπικής λαλιάς ως αμιγούς οριζόντιας παραλλαγής ή ως ανόθευτης κοινωνικής ποικιλίας. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις η διαφοροποίηση μοιάζει να κινείται στα όρια μεταξύ
διαλέκτου και ιδιώματος. Η εργασία ολοκληρώνεται με το συμπέρασμα ότι η δημιουργική όσμωση των γλωσσικών ποικιλιών α. παράγει ένα ανθεκτικό στο χρόνο γλωσσικό αποτέλεσμα που αγγίζει το σήμερα, όπως είναι η μετάφραση ενός αριστοφανικού έργου, και β. αιτιολογημένα οδηγεί στην προστασία της περιζήτητης πλέον γλωσσικής ποικιλότητας.



Λέξεις – κλειδιά
γλωσσική ποικιλία, θεσσαλική διάλεκτος, ιδίωμα, κοινωνική παραλλαγή
PEDAGOGY theory & praxis, 8/2013

Εισαγωγή

Η πρώτη έντυπη μετάφραση ενός ποιητικού-θεατρικού κειμένου στην «κρανιώτικη» ή «ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά» από ένα λαϊκό και ανεπιτήδευτο δημιουργό παρουσιάζει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον. Η εργασία αφορμάται από το γεγονός της ελεύθερης μετάφρασης του «Πλούτου» του Αριστοφάνη που γράφτηκε και διδάχτηκε πριν 2.500 χρόνια1 από το λαϊκό μεταφραστή Γ. Μπαλή στην τοπική ποικιλία. Ο μεταφραστής χρησιμοποιεί τοπικές εκφράσεις και «μαστόρικες» λέξεις που έχουν ενσωματωθεί στην καθημερινή προφορική λαλιά του
χωριού. Συνολικά στη μετάφραση χρησιμοποιούνται 1000 περίπου λέξεις και εκφράσεις από την προφορική επικοινωνία του χωριού γέννησής του, που είναι η Κρανιά Ελασσόνας, γνωστή και ως Ξηροκρανιά.2 Η καινοφανής απόδοση του αριστοφανικού έργου προσδίδει μία νέα λειτουργικότητα σε ένα ιδίωμα που αντιμετωπίζεται ως μέρος ή και παρακλάδι της θεσσαλικής
διαλέκτου και ταυτόχρονα πετυχαίνει την καταγραφή του, δεδομένου του διαρκούς κινδύνου συρρίκνωσης των διαλεκτικών παραλλαγών (Σετάτος, 1978).3 Η συγκεκριμένη τοπική λαλιά προήλθε από τη συγχώνευση στη θέση της Κρανιάς πληθυσμού από επτά διαφορετικούς εγχώριους οικισμούς και μικροοικισμούς4 με οικογένειες από την Ήπειρο (Ερσέκα), την Κοζάνη,
το Λουτρό, το Πήλιο, αλλά και βλάχικες και σαρακατσάνικες.5 Η εργασία ξεκινά με τους απαραίτητους ορισμούς και ειδικεύει στην «κρανιώτικη λαλιά», τη «μαστόρικη γλώσσα» και τη διασύνδεσή της με τη θεσσαλική διάλεκτο. Αποκαλύπτεται το βάθος των «μαστόρικων», η διεισδυτικότητά τους στην κοινότητα, αλλά η θεαματική διάχυσή τους σε πληθυσμούς άλλων περιοχών. Στη συνέχεια, αναδεικνύεται η παραγωγική διάσταση της βιωματικής σχέσης που έχει αναπτύξει ο δημιουργός με τη γλωσσική ποικιλία του χωριού του καθώς και η δυναμική του τοπικού γλωσσικού εργαλείου σε συνάρτηση με την αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων που υπηρετούν τη διάσωσή του. Εν τέλει, αποκαλύπτεται η ανθεκτικότητα μιας γλωσσικής ποικιλίας που κατάφερε να εκφράσει, ακόμη και σε συνθήκες εσωστρέφειας, τα συναισθήματα, τις θέσεις και τη διάθεση για ζωή μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, η οποία ακύρωσε τη σφραγίδα της κοινωνικής «κατωτερότητας» και αναίρεσε ισχυρά στερεότυπα που συνδέονται με τη χρήση των διαλεκτικών παραλλαγών.

Η παιδευτική διάσταση μιας σύγχρονης μετάφρασης του «Πλούτου» του Αριστοφάνη στην ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά
Οι διάλεκτοι, οι ποικιλίες - Ορισμοί και περιορισμοί


Η γλώσσα δεν συνιστά ένα ομοιογενές και ομοιόμορφο σύνολο αλλά χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη διαφοροποιημένων μορφών που εμφανίζονται στο πλαίσιο ενός και του αυτού γλωσσικού κώδικα, υπό την επίδραση παραμέτρων όπως ο τρόπος, οι συνθήκες, ο σκοπός της επικοινωνίας κ.ά. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται γλωσσική ποικιλία (Μήτσης, 1996:31). Η γλωσσική ποικιλία είναι ουσιαστικά η πραγμάτωση των διαφοροποιήσεων και των διαστρωματώσεων που χαρακτηρίζουν την κοινωνική οργάνωση, δεδομένου ότι η κοινωνία δεν είναι συμπαγής, ούτε επίπεδη. Στους κόλπους κάθε κοινωνικού συνόλου υπάρχουν υποσύνολα, ομάδες, στρώματα και τάξεις, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες ανάγκες.
Οι συγκεκριμένες γλωσσικές παραλλαγές συγκροτούν το φαινόμενο της γλωσσικής ποικιλίας η οποία εμφανίζεται σε δύο διαστάσεις (Μήτσης, ό.π.: 90-1), ή, όπως θα καταδειχθεί παρακάτω, παραγωγική και ανθεκτική στο χρόνο διαπλοκή αυτών των διαστάσεων.
Η διάσταση του χώρου προσδιορίζει τη γεωγραφική ή οριζόντια ποικιλία που πραγματώνεται μέσω των διαλέκτων ή των τοπικών ιδιωμάτων, ενώ στο εσωτερικό του εκάστοτε κοινωνικού σώματος αναπτύσσεται η κοινωνική ή κάθετη ποικιλία, μέσω των επαγγελματικών γλωσσών, τωνδιαλέκτων του περιθωρίου, της γλώσσας των νέων και όχι μόνον.6 Η ποικιλία των παραλλαγών μπορεί να υπηρετείται μέσω των διαλέκτων, των αλλολέκτων,7 των κοινωνικών διαλέκτων, των κοινωνικών αλλολέκτων,8 αλλά και της ύπαρξης των συνθηματικών γλωσσών9 (Φραγκουδάκη, 1999: 63-64). Επιπροσθέτως, εκτός από τις διαφοροποιήσεις στο επίπεδο της μορφής της γλώσσας (Μήτσης, ό.π.: 46), απαντώνται και διαβαθμίσεις στην εκμετάλλευση αυτού καθαυτού του συστήματος, με συνέπεια τα διαφορετικά επίπεδα ύφους. Μολονότι τα γεωγραφικά και κοινωνικά ιδιώματα είναι ισοδύναμα και διαθέτουν τις ίδιες εκφραστικές δυνατότητες, εν τούτοις δεν απολαμβάνουν την ίδια κοινωνική καταξίωση. Ένα από αυτά, για λόγους ιστορικούς ή κοινωνικοπολιτικούς και οικονομικούς καθιερώνεται από την επίσημη εξουσία ως η επίσημη γλώσσα της οργανωμένης πολιτείας. Πρόκειται για την κοινή ή εθνική γλώσσα η οποία αφού περιβληθεί με κύρος και καλλιεργηθεί συστηματικά από τον τύπο και την λογοτεχνία,10 κωδικοποιείται επίσημα και επιβάλλεται στη συνείδηση των μελών της εκάστοτε κοινότητας, ως το εκφραστικότερο και τελειότερο μέσο. Συνέπεια είναι τα υπόλοιπα ιδιώματα και παραλλαγές, συμπεριλαμβανομένων και των εθνοτικών ποικιλιών,11 να αντιμετωπίζονται με προκατάληψη, να αξιολογούνται ως υποδεέστερα και να χαρακτηρίζονται «κατώτεροι» όσοι τα μιλούν (Μήτσης ό.π.: 92). Ο Μήτσης βέβαια (ό.π.) σπεύδει να χαρακτηρίσει τέτοιου είδους αντιλήψεις, από γλωσσολογικής πλευράς, αντιεπιστημονικές, τονίζοντας ότι όλες οι φυσικές ανθρώπινες γλώσσες -άρα και οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα- είναι το ίδιο αποτελεσματικές και εκφραστικές.

Τα διακριτά όρια μεταξύ διαλέκτου και ιδιώματος

Τα «Κρανιώτικα» θα μπορούσαν να οριστούν ως μία επιμέρους, ιδιόμορφη, ξεχωριστή περιορισμένη διάλεκτος μέσα στην κοινά αποδεκτή ομιλούμενη θεσσαλική διάλεκτο (Τζάρτζανος, 1909/2008) την οποία μιλάνε οι Έλληνες που κατοικούν βόρεια και πάνω από τη Λαμία και κυρίως στις περιοχές της Θεσσαλίας, της Δυτικής Μακεδονίας και σε μεγάλο μέρος της Ηπείρου
(Μπαλής, 2012: 12). Στην πραγματεία του «Περί της συγχρόνου Θεσσαλικής Διαλέκτου» ο Αχιλλέας Τζάρτζανος αναφέρει ότι «την θεσσαλικήν ταύτην διάλεκτον θα ηδύνατο τις ίσως να ονομάση ανειμένην βόρειον νεωτέραν Ελληνικήν». Ωστόσο, αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό
το χαρακτηρισμό των κρανιώτικων ως «επιμέρους διαλέκτου», διακρίνοντας πρωτίστως την έννοια της διαλέκτου από αυτή του ιδιώματος. Καταρχάς, ιδίωμα είναι η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική ενός τόπου, αλλά δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφορές με την κοινή, ώστε
να θεωρείται διάλεκτός της.12 Το τοπικό ιδίωμα μπορεί να ταυτιστεί με τη γεωγραφική ποικιλία.
Απεναντίας, η διάλεκτος είναι ένα ιδίωμα με μεγάλη έκταση ή με σημαντικές διαφορές απότην κοινή στην προφορά, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο, αλλά δεν θεωρείται διαφορετική γλώσσα (ΛΚΝ: 358).13 Κατά συνέπεια τα κρανιώτικα δείχνουν να κινούνται στα όρια μεταξύ διαλέκτου και ιδιώματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι αφομοιώνουν πλήρως τους γραμματικούς κανόνες της κοινής, παραπέμπει στην άποψη ότι έχουμε να κάνουμε περισσότερο με ένα γλωσσικό ιδίωμα που επηρεάζεται δραστικά από τη θεσσαλική διάλεκτο.

Τα «Κρανιώτικα» και τα «μαστόρικα» - ορισμοί

Η κρανιώτικη διάλεκτος διαθέτει λέξεις ιταλικής, σλαβικής, αρβανίτικης και τουρκικής προέλευσης, αλλά και αρχαιοελληνικές λέξεις. Η ιδιαιτερότητα της κρανιώτικης ντοπιολαλιάς σχετίζεται με την ενσωμάτωση των κουδαρίτικων λέξεων, δηλαδή των «μαστόρικων» (Σπανός,2000). Τα «μαστόρικα» ή «κουδαρίτικα»14 μπορούν να χαρακτηριστούν ως μία φτωχή σε αριθμό λέξεων «γλώσσα», δεδομένου ότι ο αριθμός των λέξεων αυτών κυμαινόταν από 100 έως 300 περίπου. Τα «κουδαρίτικα» διακρίνονται για τον συνθηματικό, αλλά και λαϊκότροπο χαρακτήρα τους. Συγκροτούν μία κοινωνική ποικιλία καθώς μιλιόντουσαν από τους μαστόρους στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου και μέσω αυτών διαχύθηκαν στους τόπους όπου αυτοί εργάζονταν. Από την Ήπειρο, πέρασαν στις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και ορισμένα χωριά της Θεσσαλίας, οπότε συμπεραίνουμε ότι η κάθετη ποικιλία αρχίζει από ένα χρονικό σημείοκαι μετά να εξαπλώνεται οριζόντια και να αποκτά χαρακτηριστικά γεωγραφικής παραλλαγής. Η ποικιλία των μαστόρικων είχε το στοιχείο της μυστικότητας ή και της μυστικοπάθειας, δεδομένου ότι οι χρήστες της, τη χρησιμοποιούσαν με ενός είδους συνενοχή για να σχολιάσουν τα αφεντικά τους και θέματα της δουλειάς ειδικά μάλιστα όταν ξενιτεύονταν μακριά από τους δικούς τους και τα χωριά τους. Πρόκειται με άλλα λόγια για έναν επινοημένο γλωσσικό κώδικα (invented code) τον οποίο «μηχανεύονταν» οι ευρηματικοί χρήστες του, μια «φκιαχτή» (τεχνητή) λαλιά των μαστόρων, οικοδόμων και χτιστών, που διευκόλυνε τα μέλη του «ισναφιού» (σιναφιού) ή της «κούδας» να συνεννοούνται μεταξύ τους.Μελετητές της περιοχής (Λάλος, 2013) κατατάσσουν τα μαστόρικα στις γλώσσες αργκό,ανάλογη με τα «ρεμπέτικα» ή τα «καλιαρντά». Ο χαρακτηρισμός ως «αργκό» δικαιολογείται ωςπρος την προφορική χρήση, το συνθηματικό χαρακτήρα της γλώσσας και την παραμόρφωση της
καθομιλουμένης, αλλά όχι ως προς την προέλευση των χρηστών. Την αργκό ομιλούν κυρίως οι περιθωριακές ομάδες, ο υπόκοσμος, αλλά και οι νέοι (ΛΚΝ: 197). Αναφορικά με τα χαρακτηρισμό «καλλιαρντά» αυτός χρησιμοποιείται περισσότερο με μεταφορική και όχι κυριολεκτική σημασία,
καθώς η τσιγγάνικη ως προς την προέλευσή της αυτή λέξη15 αναφέρεται κυρίως στη γλώσσα των παθητικών ομοφυλοφίλων. Απεικονίζει βέβαια το στοιχείο της ελαφρότητας, δεδομένου ότι η χρήση των κουδαρίτικων υπηρετούσε τη διάθεση για λογοπαίγνια, αστεϊσμούς και παρομοιώσεις,
μία διάθεση που απείχε θεαματικά από τη σοβαροφάνεια και ασφαλώς την επισημότητα. Ιδού μερικά παραδείγματα: Τσιακάλω η ώρα, γιατί τρέχει σαν το τσ(ι)ακάλι, κούφιο το σπίτι, γιατί είναι άδειο, κούφια κοκόσα, δηλαδή κούφιο καρύδι κ.ά.
Αναφορικά με τη γραμματική, τα μαστόρικα αφομοιώνουν πλήρως τους γραμματικούς κανόνες της κοινής. Δεν διαθέτουν δικά τους άρθρα ή αριθμούς. Ειδικότερα για τους αριθμούς επινοούνται αναγραμματισμοί, όπως σέρατε, τέσερα. Η γλώσσα στηρίζεται στις ονοματικές και ρηματικές δομές.16 Επιπλέον, οι μάστορες/ομιλητές:
Α. Αντέστρεφαν τις συλλαβές των λέξεων, βάζοντας τις τελευταίες συλλαβές μπροστά και το
αντίστροφο. Λ.χ. Ου κούδας νεί-πι ρο-νί αντί του Ου κούδας πίνει νιρό.
Β. Τοποθετούσαν τη συλλαβή το ή νι μπροστά από κάθε συλλαβή μιας λέξης μιλώντας μάλιστα
γρήγορα, ώστε οι άλλοι να μην είναι σε θέση να κατανοήσουν τι έλεγαν. Λ.χ. το-ε, το-λα, το-να,
το-σι, το-πω, το-κά, το-τι, με άλλα λόγια έλα να σι πω κάτι.
Γ. Προσέδιδαν με αυθαίρετο τρόπο τις δικές τους σημασίες στις κουδαρίτικες λέξεις, ενώ άλλες τις εμπλούτιζαν με περισσότερες από μία ερμηνείες (Μπαλής, ό.π.: 12-13), αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η ένωση ήχων - σκέψεων είναι ένα μυστηριακό γεγονός και ότι ο δεσμός της ιδέας και του ήχου, του σημαίνοντος με το σημαινόμενο είναι ριζικά αυθαίρετος. Η έλλειψη αιτιολογημένης σχέσης ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο δεν εμπόδιζε στο παραμικρό τη μεταξύ τους επικοινωνία,17 στο βαθμό μάλιστα που τα γλωσσικά σημεία δεναντικαθίσταντο στο σύνολό τους, ώστε το όλο σύστημα να μην χάνει το δεσμό του με την κοινότητα και τις κοινωνικές δυνάμεις.
Μολονότι η «αυθαίρετη» σύμβαση έδινε την εντύπωση της απεριόριστης εκλογής, η εκλογή αυτή δεν μπορεί παρά να υφίστατο περιορισμούς, λόγω του χρόνου και της κοινότητας.18 Ο μεγάλος αριθμός των μαστόρων της Κρανιάς συντέλεσε στη διάχυση των κουδαρίτικων στην καθημερινή επικοινωνία. Το γεγονός μάλιστα ότι μετά το 1960-70 ένας μεγάλος αριθμός
Κρανιωτών μετανάστευε για εποχιακές δουλειές στα χωράφια της Πιερίας, της Ημαθίας και της Καρδίτσας, οδήγησε στην περαιτέρω διάδοσή τους. Λέξεις όπως γαστρώνουμι, μούκους, μουτσιάνα, μιτσινάρια, μανεύου, μανώλι, ματσέβω, λαναρίζου, λιόκια, καψαλνώ-βάρσε κάψαλους χρησιμοποιήθηκαν και εκτός των ορίων των άλλοτε εσωστρεφών κουδαρίτικων ή μαστόρικων.

Η επίδραση της θεσσαλικής διαλέκτου

Tο γλωσσικό ιδίωμα της Ξηροκρανιάς επηρεάζεται δραστικά από τη θεσσαλική διάλεκτο καιτις (μικρο)παραλλαγές της (Νικούλης, χ.χ.) Oι γραμματικοί, αλλά και συντακτικοί κανόνες που διέπουν το ιδίωμα είναι αυτοί της θεσσαλικής διαλέκτου. Πιο συγκεκριμένα, παρατηρούνται τα
ακόλουθα φαινόμενα:
-Απάληψη των φωνηέντων και χρήση του υπόκωφου τελικού ι όταν δεν τονίζεται, λ.χ. έχς,
σκλί, πλί, πλάδα, μπλάρ(ι), κτσάθκα, απλούτσκους, τς αντί της,
-Μετατροπή α. του αρχικού και τελικού ε, αι σε ι, λ.χ. σι (αντί σε), είνι, έρχιτι, πιριμένου,κριμασμένου, β. του ω σε ου, λ.χ. λέου, πιριμένου και γ. του αρχικού ο σε ε, έμουρφους,Έλυμπους κ.λπ.
-Μετατροπή του αρσενικού άρθρου ο σε η, π.χ. η Πλούτους, η μπάρμπα Μήτσιους, η Κώτσιους, η Τάκς, η παπάς, η πλάτανους.
-Προσθήκη του α στην αρχή λέξεων όπως αμπδώ, αμπντώ (στη θέση του πηδώ).
-Μετατροπή του π σε μπ, δηλαδή αμπδάει τσ’ τρείς (για το αγώνισμα του άλματος τριπλούν),αμπήτσει του σκουλειό.
-Προσθήκη του φ στην αρχή λέξεων, όπως φκιάνου.
-Μετατροπή του θ σε τχ, λ.χ. αλήτχεια (αλήθεια).
-Απάληψη του γ σε λέξεις όπως λέου αντί λέγω, πααίνου αντί πηγαίνω.
Αναζητώντας την αποτύπωση των επιδράσεων της θεσσαλικής διαλέκτου στην ξηροκρανιώτικη λαλιά στο μεταφραστικό έργο του Γ. Μπαλή, έχουμε να κάνουμε ορισμένες επισημάνσεις. Ο μεταφραστής χρησιμοποιεί τοπικές εκφράσεις με τοπωνύμια όπως τηράς σαν όρνιου τς χράπας, θα σι γκυλίσου στς χράπα κ.ά.19 Μεταξύ των τοπικών λέξεων που χρησιμοποιεί εντοπίζονται οι ακόλουθες: αλκίσιο (κόκκινο χρώμα, άλικο), αλπουζάγαρου (ο πονηρός που προσποιείται) ανάκαρα (κουράγιο), ατσίκστους (αυτός που δεν καταβάλει κόπο),βαξταριά (σβάρνα και γλίστρημα στη γη), βρουντουκαλιά (δεντρογαλιά), γκαβουστήλας (τυφλός), γκιρικάτο (λάρυγκας), γκριντέλια (λίγα πρόβατα που τα βόσκουν κοντά στο χωριό),
γουμαρτζάς (σωματώδης και άχαρος), ιντίκι (σκεύος), καμπούλι (εμπιστοσύνη), κάνω το χάσιο (κάνω ότι δεν ξέρω), καρδαμπόλια (μικροί βολβοί που τρώγονται), κατρατσιά (πονηρή πράξη), κατσαμουδλειά (απατεωνιά), κουρδέλια (γυναικεία παπούτσια με κορδόνια), κουκουλιάτα (νύφη), κουραδουφάης (ο τεμπέλης), κουλουμπώνου (περικυκλώνω), λατζαμπέρς (ακατάστατος), λουλουϊασμένους (παραζαλισμένος), σφαϊό (πόνος οξύς), πουνάει η ψυχή (πονάει η κοιλιά)20,μίρμιρο (μεγάλο πλήθος), παλιτσέκουρου (αυτός που δεν κόβει το μυαλό του) κ.ά. Επίσης, απαντώνται ιδιωματισμοί όπως ζόπες (χτυπήματα με το χέρι), παρασάνταλους (ο άνθρωπος με την παράξενη και αλλόκοτη συμπεριφορά), μούγκι (μόνο), πουτί (γιατί, διότι), αϊδεύτερου (κάτι που έγινε στο παρελθόν), πίβουλας (ο πονηρός). Εντοπίζονται σύνθετες λέξεις όπως ρουξαμπίδου (αυτή που τριγυρίζει στους δρόμους, ρούγες). Συχνές είναι και οι εκφράσεις όπως παίρνου του κουντό (ακολουθώ κάποιον), μη πήρε τ’ φέξη απ’ τα μάτια (με μάλωσε άσχημα χωρίς να με αφήσει να πω λέξη), προυτύτερα απ’ τα αρχήτερα (πριν από).

Η βιωματική σχέση με τη λαλιά

Η συνολική προσπάθεια του λαϊκού μεταφραστή έχει την αφετηρία της στη βιωματική του σχέση με την τοπική λαλιά και την αγάπη του για το χωριό του. Επιθυμεί να αποτινάξει το στίγμα της κοινωνικής κατωτερότητας που βαραίνει όποιον συνεχίζει να χρησιμοποιεί το τοπικό ιδίωμα σε βάρος της κοινής γλώσσας. Το έργο του εδράζεται και αποτελεί συνέχεια προηγούμενης εργασίας συγκέντρωσης των κρανιώτικων λέξεων (Λάλος, 1985) η οποία περιλάμβανε ένα σχετικά ολοκληρωμένο γλωσσάρι (Λάλος, 2012). Στο βιωματικό στοιχείο αποδίδεται και η εξοικείωση του λαϊκού μεταφραστή με τις μαστόρικες λέξεις, καθώς είχε το προνόμιο των ακουσμάτων αβίαστων, απρόκλητων και αυθόρμητων ομιλιών και συνομιλιών στη λεγόμενη ξηροκρανιώτικη ποικιλία. Ο λαϊκός μεταφραστής επιχειρεί με επιτυχία να ενσωματώσει τα κουδαρίτικα στη μετάφρασή του. Για την ακρίβεια κάνει μία δημιουργική εκμετάλλευση που αντικατοπτρίζει τις αντιστοιχίες και τις απεικονίσεις των όσων συμβαίνουν και ισχύουν στην
ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά.

Αντί επιλόγου

Η ελεύθερη μετάφραση της κωμωδίας από τον ερασιτέχνη και ανεπιτήδευτο μεταφραστή στο ιδιαίτερο κράμα γεωγραφικής και κοινωνικής ποικιλίας, εμπλουτισμένης με στοιχεία συνθηματικής γλώσσας και τεχνικών ιδιωμάτων, είναι μία πρωτοβουλία με έντονη παιδευτική λειτουργία και σημασία. Άλλωστε το πρώτο ερέθισμα για τη μεταφραστική πρωτοβουλία, όπως ο ίδιος ο λαϊκός μεταφραστής ομολογεί, έρχεται από το χώρο της εκπαίδευσης και την επαφή του με τη σπουδάζουσα νεολαία.21 Η μετάφραση του «Πλούτου» λειτουργεί ως μία φυσική και δημιουργική συνέχεια και συνέπεια της βιωματικής και συναισθητικής σχέσης του ανθρώπου με την τοπική λαλιά και τη ζώσα φωνή του τόπου του. Ο ενσυνείδητος και ένθερμος ομιλητής και συζητητής της διαλεκτικής ποικιλίας αφορμάται από βιοτικά γεγονότα, με τα οποία πιθανότατα τον συνδέουν έντονα συναισθήματα. Από την απλή λαϊκή ή και δημώδη ενασχόληση με τις τοπικές εκφράσεις εξικνείται στη δημιουργική εκμετάλλευσή τους και ακολούθως στη συστηματική πλέον παραγωγή ενός έργου που εύλογα χαρακτηρίζεται ως λαογραφική και λεξιλογική «κιβωτός» (Λάλος, 2013).
Μάλιστα, η μεταφορά του έργου και σε άλλα επίπεδα, όπως λόγου χάρη το θεατρικό, από ντόπια καλλιτεχνικά σχήματα νέων, λειτουργεί ως εγκαρδίωση του δημιουργού και ενδυνάμωση της πρωτοβουλίας του. Επιπλέον, συντελεί στη διάδοση της διαλέκτου στις επόμενες γενιές, με αποτέλεσμα αυτή να μην αφανίζεται παράλληλα ή ταυτόχρονα με τη βιολογική απώλεια των φυσικών της ομιλητών, όταν μάλιστα η αστυφιλία και η αφομοίωση της κοινής γλώσσας έχει ως συνέπεια τη συρρίκνωση του λεξιλογίου της ξηροκρανιώτικης διαλέκτου.Οι κοινωνικοπολιτισμικές αιτίες και σηματοδοτήσεις όχι της απλής παρείσφρυσης, αλλά της δυναμικής και ανθεκτικής στο χρόνο διάχυσης πολυάριθμων και πολυειδών στοιχείων της
ξηροκρανιώτικης ποικιλίας στο καθημερινό, οικείο και ανεπίσημο γλωσσικό ρεπερτόριο των κατοίκων παρουσιάζουν το δικό τους ενδιαφέρον. «Στη μάχη» της περίσωσης της διαλεκτικής ποικιλίας χρησιμοποιείται από τους κατοίκους του χωριού και ιδίως τους καλλιτέχνες, το διαδίκτυο και άλλα τεχνολογικά μέσα.22 Τη συγκρότηση της ευρύτερης πολιτισμικής και πολιτιστικής κουλτούρας της τοπικής κοινωνίας συμπληρώνει η συντήρηση και ανάδειξη σημαντικών ιστορικών μνημείων. Πρόκειται για δράσεις και πρωτοβουλίες που εισφέρουν στη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός τόπου, ο οποίος, μέσω της υποστήριξης της γλωσσικής ποικιλότητας, «αντιστέκεται» στις ισοπεδωτικές τάσεις και επιβαλλόμενες ομογενοποιήσεις του σημερινού παγκοσμιοποιημένου συστήματος. Άλλωστε αυτή η γλωσσική πολυμορφία προσφέρεται για α. διδακτική αξιοποίηση και δημιουργική εκμετάλλευση στο χώρο της εκπαίδευσης (Ντίνας & Ζαρκογιάννη, 2009) β. διδασκαλία της γλώσσας υπό το πρίσμα της επικοινωνιακής προσέγγισης (Μήτσης, 2004) και τελικά τη βαθύτερη κατανόηση και εμπλουτισμό του λεξιλογίου (Μήτσης, 2012). Άλλωστε, η βιοποικιλότητα 23 της Κρανιάς ευνοεί τη γλωσσική ποικιλομορφία και θα ήταν καταστροφικό για τον τόπο η υποχώρηση της ποικιλίας των ειδών του ζωικού και φυτικού βασιλείου να συνοδευτεί με την απώλεια της γλωσσικής και γενικότερα πολιτισμικής ποικιλομορφίας του.24


Παραπομπές:

1 Η κωμωδία Πλούτος γράφτηκε το 388 π.Χ. Με το έργο αυτό ο Αριστοφάνης διακωμωδεί την κακή διανομή
του τυφλού Πλούτου.
2 Η Κρανιά βρίσκεται στα σύνορα της βόρειας Θεσσαλίας και της νοτιοδυτικής Μακεδονίας ανάμεσα στα
ανατολικά Χάσια Όρη και στο όρος Αμάρμπεη. Ανήκει στο νομό Λάρισας και συνορεύει με τους νομούς Κοζάνης
και Γρεβενών.
3 Ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στο νεότερο τηλεοπτικό δημοσιογραφικό λόγο το φαινόμενο της
μετάβασης από το δομικό και λειτουργικό περιορισμό των διαλέκτων στην εκ νέου χρήση τους.
4 Πηγάδια, Καρυά, Μύρνα, Λάπατα, Παλιμπράκι, Παναγιά-Νιάνισσα κ.α.
5 Ο γλωσσικός αυτός πλούτος συγκεντρώνεται σε «γλωσσάρι» στο τέλος της μετάφρασης, με τις σχετικές
επεξηγήσεις.
 6 Σύμφωνα με τους ορισμούς που απαντώνται για τη γεωγραφική και κοινωνική ποικιλία στο Χριστίδης,
2001:310,315:
-Γεωγραφική ποικιλία/ διάλεκτος είναι η γλωσσική ποικιλία που συνδέεται με συγκεκριμένο τόπο και διακρίνεται
από την κοινή γλώσσα βάσει γεωγραφικών παραλλαγών που αφορούν όλα τα γλωσσικά επίπεδα.
-Κοινωνική ποικιλία/ κοινωνική διάλεκτος/ κοινωνιόλεκτος είναι η γεωγραφική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική
συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας.
7 Δηλαδή των γεωγραφικών παραλλαγών που δεν είναι αρκετά μεγάλες ώστε να αποτελούν διαλέκτους.
8 Με άλλα λόγια των κοινωνικών παραλλαγών που δεν είναι αρκετά διευρυμένες ώστε να αποτελούν
διαλέκτους.
9 Όπως είναι για παράδειγμα οι γλώσσες των συντεχνιών, τα επιστημονικά τεχνικά ιδιώματα, αλλά και η
λεγόμενη «αργκό».
10 Σήμερα, ίσως, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη «νομιμοποίηση» μέσω της χρήσης από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
11 Για την έννοια της εθνοτικής ομάδας και εθνοτικής ταυτότητας βλ. στην έκδοση Γλωσσική Ανάπτυξη του
Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, Πάτρα, 2001.
12 Ιδιώματα της ελληνικής μπορούν να χαρακτηριστούν τοπικές παραλλαγές, όπως της Σύμης, της Χίου, των
Δωδεκανήσων, του βορειοελλαδικού χώρου, των Κυκλάδων, της Σαμοθράκης. Για περισσότερα, βλ. και Χριστίδης,
2001 (επιμ.), 314.
13 Λόγου χάρη, η κυπριακή, ποντιακή, ρουμελιώτικη διάλεκτος. Στο επίπεδο της αρχαίας ελληνικής διάλεκτοι
ήταν η ιωνική, η αττική, η αιολική και η δωρική (ΛΚΝ: ό.π.)
14 Βλ. και στο «Κουδαρίτικα της δουλειάς» στο Αρμολόι.
Νικολέττα Τσιτσανούδη – Μαλλίδη, Παύλος Λάλος
15 Από τη λέξη ‘caliarda’, δηλαδή ‘μαύρος’.
16 Για λόγους οικονομίας στην εργασία δεν περιλαμβάνονται εκτενείς αναφορές για τις διαφορές των μαστόρικων
της Κρανιάς με τα αυτά της Ηπείρου. Όσοι ενδιαφέρονται για αυτές μπορούν να αντλήσουν πληροφορίες στο
Αρμολόι. Διαφορές παρατηρούνται και με τα κουδαρίτικα της Δεσκάτης, μολονότι αυτή απέχει από την Κρανιά
Ελασσόνας μόνο 15 χιλιόμετρα, βλ. και Σπανός, 2000.
Η παιδευτική διάσταση μιας σύγχρονης μετάφρασης του «Πλούτου» του Αριστοφάνη στην ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά
17 Για το αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου, βλ. στο Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας - F. D. Saussure.
18 Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Μπαλής (ό.π.) καταγράφοντας τη μαρτυρία ενός
μάστορα. Σε σπίτι χωριού της Ελασσόνας όπου δούλευαν οι τεχνίτες, η σπιτονοικοκυρά τους έφερε πίτα να φάνε.
Ο ένας τεχνίτης σχολίασε Όρματη η ζιούπινα κι ένας μάστορας συμπλήρωσε Όρματη είνι κι η μουχούσου. Η
αφεντικίνα που γνώριζε κουδαρίτικα απάντησε: Η ζιούπινα για τ’ς κουδαραίοι κι η μουχούσου για το μουχό.
19 Χράπα είναι το όνομα μεγάλης χαράδρας που βρίσκεται βόρεια της Κρανιάς όπου φώλιαζαν όρνεα που
ζούσαν από τα ψοφίμια.
20 Για τους Κρανιώτες η ψυχή βρίσκεται στην κοιλιά.
Η παιδευτική διάσταση μιας σύγχρονης μετάφρασης του «Πλούτου» του Αριστοφάνη στην ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά
21 Μία εργασία που ανέθεσε στους φοιτητές μέλος Δ.Ε.Π. της Αγγλικής Φιλολογίας, σύμφωνα με την οποία
έπρεπε να μεταφραστεί ένα σαιξπηρικό σονέτο στη διάλεκτο που ο κάθε φοιτητής μιλούσε στον τόπο του.
22 Λόγου χάρη με ηχογραφήσεις σε cd των ξηροκρανιώτικων τραγουδιών.
23 Το φαράγγι της Χράπας, ο ορεινός όγκος της Οξυάς με υψόμετρο 1400 μ., ο πλούσιος σε χλωρίδα και πανίδα
χείμαρρος «Μουράντα», τα αιωνόβια πουρνάρια, τα απόκρημνα ασβεστολιθικά βράχια όπου πάνω τους παλιότερα
φώλιαζαν αετοί και όρνεα, κ.λπ.
24 Περισσότερα για τη διασύνδεση βιολογικού και γλωσσικού/πολιτισμικού πλούτου βλ. στο http://www.pnas.
org/content/early/2012/05/03/1117511109.abstract?sid=e8749eef-2317-494c-975a-906e63b0423a.


PEDAGOGY theory & praxis, 8/2013
Βιβλιογραφία
Αρμολόι (1979). «Κουδαρίτικα της δουλειάς». Πυρσόγιαννης, τ.8-9.
Λάλος, Ε. (1985). Κρανιά – Λαογραφία – Ιστορία. Αυτοέκδοση.
Λάλος, Π. (2012). «Ο ‘Πλούτος’ σε ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά». Εφημ. Ελευθερία Λάρισας, 12/7, 7.
Λάλος, Π. (2013). Τα μαστόρικα. Ανέκδοτες σημειώσεις.
Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ινστιτούτο Νεοελληνικών
Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Θεσσαλονίκη: Π. Ζήτη και Σία.
Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας - F. D. Saussure, (1979). Μτφρ. Φ.Δ. Αποστολόπουλος. Αθήνα:
Παπαζήσης.
Μήτσης, Ν. (1996). Διδακτική του γλωσσικού μαθήματος. Από τη γλωσσική θεωρία στη διδακτική πράξη. Αθήνα:
Gutenberg.
Μήτσης, Ν. (2004). Η διδασκαλία της γλώσσας υπό το πρίσμα της επικοινωνιακής προσέγγισης. Αθήνα: Gutenberg.
Μήτσης, Ν. (2012). Το λεξιλόγιο. Αθήνα: Gutenberg.
Μπαλής, Γ. (2012). Αριστοφάνη Πλούτος. Απόδοση – Ελεύθερη μετάφραση στη θεσσαλική διάλεκτο
(Ξηροκρανιώτικη ντοπιολαλιά). Λάρισα.
Νικούλης, Ν. (χ.χ.). Ντοπιολαλιές Κρανιάς Ολύμπου. Κρανιά: Νικούλειο Ίδρυμα.
Ντίνας, Κ. & Ζαρκογιάνη, Ε. (2009). Διδακτική αξιοποίηση των νεοελληνικών διαλέκτων. Η περίπτωση του
γλωσσικού ιδιώματος Αφάντου Ρόδου. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Σετάτος, Μ. χ.χ. [1978]. «Το γλωσσικό ζήτημα και η καθιέρωση της δημοτικής στα πλαίσια της γενικής
γλωσσολογίας». Στο Δημοτική Γλώσσα. Αθήνα: Γρηγόρης, 78-101.
Σπανός, Κ. (2000). Τα Μαστόρικα (Κουδαρίτικα) της Δεσκάτης. Δεσκάτη.
Τζάρτζανος, Αχ. (1909/2008). Περί της Θεσσαλικής Διαλέκτου- Πραγματεία. Τύρναβος: Δημοτική Αρχή
Τυρνάβου.
Φραγκουδάκη, Α. (1999). Γλώσσα και ιδεολογία. Αθήνα: Οδυσσέας.
Χριστίδης Α.Φ. (2001)(επιμ.) Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη γλώσσα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.


Πηγή:PEDAGOGY theory & praxis, 8/2013



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου